καταμελετώ

καταμελετώ
καταμελετῶ, -άω (Α)
1. εξασκώ, γυμνάζω πλήρως
2. σπουδάζω, μελετώ με προσοχή για να συγγράψω κάτι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”